-
1 торговый
торговый εμπορικός- \торговый договор το εμπορικό συμβόλαιο* * *торго́вый догово́р — το εμπορικό συμβόλαιο
-
2 торговый
торгов||ыйприл ἐμπορικός:\торговый договор ἡ ἐμπορική συμφωνία· \торговыйые книги τα ἐμπορικά κατάστιχα· \торговый агент ὁ ἐμπορικός ἀντιπρόσωπος· \торговыйая сеть τό ἐμπορικό δίκτυο· \торговыйое судно τό ἐμπορικό πλοίο· \торговый флот ὁ ἐμπορικός στόλος· ◊ \торговый дом ὁ ἐμπορικός οίκος· \торговыйая палата τό ἐμπορικό ἐπιμελητήριο. -
3 торговый
επ., εμπορικός•торговый капитал εμπορικό κεφάλαιο•
-ая сделка εμπορική σύμβαση•
-дом εμπορικός οίκος•
-ая база εμπορική βάση•
торговый флот εμπορικός στόλος•
торговый агент εμπορικός αντιπρόσωπος•
торговый город εμπορική πόλη•
-ые книги εμπορικά βιβλία (κατάστιχα).
εκφρ.- ая баня – παλ. τα δημόσια λουτρά. -
4 центр
το κέντροустанавливать - τοποθετώ το -, κεντράρωкоммутационный свз. - επικοινωνίαςмоторные - ы головного мозга анат. - α του εγκεφάλουнервный - (мед.анат.) νευρικό -- ρύθμισηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > центр
-
5 баланс
1. (состояние) η ισορροπία, το ισοζύγιο 2. фин. (документ) το ισοζύγιοблагоприятный - ευνοϊκό -, πλεονασματικό -3. (банковский) о ισολογισμόςотрицательный - αρνητικό -, ελειμματικό -сжатый - см. сокращённыйРусско-греческий словарь научных и технических терминов > баланс
-
6 порт
I. 1. (специально оборудованное место для стоянки, погрузки и разгрузки судов) το λιμάνι, ο λιμένας, (воздушный) о αερολιμέναςтерритория - а η περιοχή/ζώνη το - ού2. (приморский город со специально оборудованным местом для стоянки, погрузки и разгрузки судов) το λιμάνι. II.мор. (отверстие в борту судна или в фальшборте для прохода людей, для погрузки и разгрузки с нижней палубы) η θυρίδα, το πορτέλο (ξεν.), το άνοιγμα στην πλευρά του σκάφουςвходной - της εισόδου/επιβίβασηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > порт
-
7 εμπορικός
η, ό[ν] торговый; коммерческий;εμπορικός πράκτορας
(или αντιπρόσωπος) торговый агент;εμπορικός ακόλουθος — торгпред;
εμπορική αντιπροσωπεία — торгпредство;
εμπορική συνθήκη (συμφωνία) — торговое соглашение (договор);
εμπορικό σκάφος — торговое судно;
εμπορικόν ναυτικόν — или εμπορικός στόλος — торговый флот;
εμπορικόν επιμελητήριον — торговая палата;
εμπορικός οίκος — торговая, фирма;
εμπορικο δίκτυο — торговая сеть;
κατάστιχα — торговые книги;εμπορικός αποκλεισμός — экономическая блокада
-
8 ισοζύγιο(ν)
τό1) равновесие; 2) фин. баланс;εμπορικό ισοζύγιο(ν) — торговый баланс;
τό ισοζύγιο(ν) πληρωμών — платёжный баланс;
παθητικό (ενεργητικό) ισοζύγιο(ν) — пассивный (активный) баланс
-
9 ισοζύγιο(ν)
τό1) равновесие; 2) фин. баланс;εμπορικό ισοζύγιο(ν) — торговый баланс;
τό ισοζύγιο(ν) πληρωμών — платёжный баланс;
παθητικό (ενεργητικό) ισοζύγιο(ν) — пассивный (активный) баланс
-
10 κατάστημα
τό1) учреждение; заведение; здание (какой-л. организации, какого-л. общества);δημόσιο κατάστημα — государственное учреждение;
τό κατάστημα της δημαρχίας — или τό δημαρχιακό κατάστημα — здание мэрии, муниципалитета;
2) магазин;κατάστημα τροφίμων — продовольственный магазин;
εμπορικό κατάστημα — промтоварный магазин; — торговый дом, торговая фирма
-
11 ναυτικό(ν)
το морской флот;εμπορικό ναυτικό(ν) — торговый флот;
πολεμικό ναυτικό(ν) — военно-морской флот;
υπηρετώ στο ναυτικό(ν) — служить во флоте
-
12 ναυτικό(ν)
το морской флот;εμπορικό ναυτικό(ν) — торговый флот;
πολεμικό ναυτικό(ν) — военно-морской флот;
υπηρετώ στο ναυτικό(ν) — служить во флоте
-
13 порт
порт 1-а, προθτ. о -е, в -у, πλθ. порты, -ов α.λιμάνι, λιμένας, πόρτο. || πόλη παράλια.εκφρ.воздушный порт – αερολιμένας•естественный порт – φυσικό λιμάνι•торговый порт – εμπορικό λιμάνι•морской порт – θαλάσσιο λιμάνι•речной порт – ποταμολιμένας•военный порт – ναύσταθμος πολεμικός.порт 2-а α.θυρίδα πυροβόλου πολεμικού σκάφους ή για φόρτωση και εκφόρτωση. -
14 центр
-а α. (κυρλξ. κ. μτφ.)• το κέντρο•центр города το κέντρο της πόλης•
центр линзы το κέντρο του φακού•
культурный центр πολιτιστικό κέντρο•
торговый центр εμπορικό κέντρο•
промышленный центр βιομηχανικό κέντρο.
|| ανώτατο διοικητικό ή οργανωτικό κέντρο•комиссия от центра επιτροπή από το κέντρο•
директива -а οδηγία από το κέντρο.
εκφρ.партия -а – το κόμμα του κέντρου.